- τετραγωνίζουσα
- τετραγωνίζωmake squarepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραγωνίζω — ΝΜΑ [τετράγωνος] κάνω κάτι τετράγωνο, μεταβάλλω το σχήμα ενός αντικειμένου σε τετράγωνο νεοελλ. 1. μαθημ. υψώνω μια αλγεβρική παράσταση στη δευτέρα δύναμη, δηλ. στο τετράγωνο 2. μεταβάλλω λίθο ή ξύλο σε ορθογώνιο, ορθογωνίζω 3. φρ.… … Dictionary of Greek
τετραγωνίστρια — ἡ, ΝΑ [τετραγωνίζω] φρ. «τετραγωνίστρια τού Ιππίου» η τετραγωνίζουσα τού Ιππίου (βλ. τετραγωνίζω) … Dictionary of Greek
Δεινόστρατος — (μέσα 1ου αι. π.Χ.). Μαθηματικός. Αδελφός του Μεναίχμου, ο Δ. ήταν αυτός που επινόησε τις κωνικές τομές. Σύμφωνα με πληροφορίες του Πάππου, ο Δ. εφάρμοσε για πρώτη φορά μία καμπύλη στον τετραγωνισμό του κύκλου, που είχε ήδη πρώτος ερευνήσει ο… … Dictionary of Greek
τριχοτόμηση γωνίας — Η διαίρεση μιας γωνίας σε άλλες ίσες γωνίες. Από πρακτική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόβλημα λύνεται εύκολα με μια ανεκτή προσέγγιση, αν χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα όργανα (γωνιόμετρο, διαβήτης, κανόνας κλπ.). Όταν όμως αναζητήθηκε μια… … Dictionary of Greek